- ακαταστατώ
- ἀκαταστατῶ (-έω) (Α) [ἀκατάστατος]είμαι ακατάστατος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀκαταστάτῳ — ἀκατάστατος unstable masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακατάστατος — η, ο (Α ἀκατάστατος, ον) 1. αυτός που μεταβάλλεται εύκολα, που δεν είναι σταθερός, ο άστατος «ακατάστατος καιρός», «ἀκατάστατον πνεῡμα» (Δημοσθ. 383.7) «ἀκατάστατος πολιτεία» (Δίον. Αλ. 6, 74) 2. αυτός που δεν αφήνει ή δεν έχει αφήσει ακόμη ίζημα … Dictionary of Greek